ἐπαισχύνεσθαι

ἐπαισχύνεσθαι
ἐπαισχύ̱νεσθαι , ἐπαισχύνομαι
to be ashamed at
pres inf mp
ἐπαισχύ̱νεσθαι , ἐπαισχύνομαι
to be ashamed at
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επαισχύνομαι — ἐπαισχύνομαι (AM) (αποθ.) ντρέπομαι να κάνω ή να υποστώ κάτι («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων τἀναντία εἰπεῑν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι», Αισχύλ.) αρχ. 1. ντρέπομαι για κάτι («φαίνονταί μοι οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἐπαισχύνεσθαι τῷ οὐνόματι», Ηρόδ.) 2. (με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”